Ικόνιο

Ικόνιο
(τουρκ. Konya). Πόλη (υψόμ. 1.027 μ., 761.145 κάτ. το 2000) της νότιας Τουρκίας στην περιοχή της αρχαίας Λυκαονίας και πρωτεύουσα ομώνυμου νομού (38.157 τ. χλμ., 2.192.166 κάτ.). Το ανεπτυγμένο σιδηροδρομικό και αεροπορικό της δίκτυο, που τη συνδέει με πολλές μεγάλες τουρκικές πόλεις (Άγκυρα, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αττάλεια κ.ά.), συνετέλεσε αισθητά στη γρήγορη ανάπτυξη της περιοχής. Την παλιά πόλη αποτελούσαν χαμηλά σπίτια με μικρούς κήπους. Σήμερα, αυτά έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε πλατιές και σύγχρονες λεωφόρους, πλατείες, πάρκα και μοντέρνα οικοδομήματα. Το Ι. είναι κέντρο γεωργο-κτηνοτροφικής περιοχής (σιτάρι, κριθάρι, ζάχαρη, τεύτλα, αιγοπρόβατα) και εμπορίου σιτηρών και μαλλιού. Έχει πολλές ανεπτυγμένες βιομηχανίες (εργοστάσια τροφίμων, βυρσοδεψεία, υφαντουργεία, ταπητουργεία κλπ.) καθώς και μεταλλεία υδραργύρου και μαγνησίου. Ιστορία. Πόλη της αρχαίας Φρυγίας, το Ι. ήταν γνωστό στους Έλληνες ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. Αποτέλεσε μέρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας· μάλιστα, ο αυτοκράτορας Αδριανός ίδρυσε την αποικία Colonia Aelia Adriana Iconiensis (1ος-3ος αι. μ.Χ.). Αργότερα, αποτέλεσε τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από τον 8o έως τον 10o αι. δέχθηκε επιθέσεις Αράβων. Ήταν πρωτεύουσα του σουλτάνου του Ι. από τα τέλη του 11ου έως τις αρχές του 14ου αι., ενώ αργότερα αποτέλεσε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (τέλη του 15ου αι.). Η πόλη περιβαλλόταν από τείχη και χωριζόταν σε συνοικίες. Στο κέντρο της σώζονται ερείπια πύργου, ανακτόρου και θεολογικής σχολής. Το τζαμί των σουλτάνων Αλαεντίν και Σελίμ στο Ικόνιο, που χτίστηκε κατά το πρότυπο της Αγίας Σοφίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νέο Ικόνιο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ.) του νομού Καρδίτσης …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Σελτζούκοι — Δυναστεία των Τούρκων Ογκούζ, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη μουσουλμανική Ανατολή του 11ου και 12ου αι. Ο πρώτος μέγας Σ. ήταν ο Τογκρούλ Μπεγκ, ο οποίος κυρίευσε το Χορασάν το Ιράν και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Έγινε ο προστάτης του χαλιφάτου… …   Dictionary of Greek

  • Καραμανίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων της Μικράς Ασίας, που οφείλει την ονομασία της στον Αρμένιο ιδρυτή της, Καραμάν. Ο ίδιος, ευνοούμενος του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Αλαεντίν Α’ (1220 37), κατέλαβε με τη βοήθειά του ανώτατα αξιώματα και έγινε… …   Dictionary of Greek

  • θέκλα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γεννήθηκε στο Ικόνιο της Λυκαονίας το 32 μ.Χ. Όταν ήταν 18 χρόνων ενστερνίστηκε τα κηρύγματα του Αποστόλου Παύλου και βαφτίστηκε χριστιανή. Εγκατέλειψε την οικογένειά της και κήρυξε το Ευαγγέλιο… …   Dictionary of Greek

  • Ακ-Σαραγί — (14ος αι.). Τούρκος ιεροδιδάσκαλος (ουλεμάς) που έζησε την εποχή του Μουράτ Α’. Το όνομά του ήταν Σεΐχ Δζεμαλεντίν Μεχμέτ, τον αποκαλούσαν όμως Α.Σ. από το όνομα της πόλης της καταγωγής του Ακ Σαράι (το Ικόνιο στα τουρκικά). Στον τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • Αλαεντίν Καϊκομπάντ — Όνομα Σελτζουκιδών σουλτάνων του Ικονίου. 1. Α.Κ. Α’ (; – 1236). Γιος του Χοσρόη, διαδέχτηκε τον αδελφό του Κάι Κασίς Α’ στον θρόνο (1219). Οχύρωσε το Ικόνιο και τη Σεβάστεια και επεξέτεινε τα όρια του κράτους του σε βάρος των μωαμεθανών ηγεμόνων …   Dictionary of Greek

  • Αλμυρή έρημος — Στεπώδης έκταση της Μ. Ασίας, ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει το Αφιόν Καραχισάρ με το Ικόνιο και τη λίμνη Τουζ Γκιολ. Ένα μέρος της λίμνης αυτής ξεραίνεται το καλοκαίρι και αποτελεί προέκταση της ερήμου. H διάβαση της Α.ε. στη… …   Dictionary of Greek

  • Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… …   Dictionary of Greek

  • Βαγιαζήτ — Όνομα Οθωμανών σουλτάνων και αξιωματούχων. 1. Β.Α’, ο επιλεγόμενος Κεραυνός (1359 1403). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1389 1402). Διαδέχτηκε τον Μουράτ Α’ μετά τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου. Αύξησε τις οθωμανικές κτήσεις στα Βαλκάνια και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”